- εὑρίσκοντο
- εὑρίσκωfindimperf ind mp 3rd plεὑρίσκωfindimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὑρίσκοντ' — εὑρίσκοντα , εὑρίσκω find pres part act neut nom/voc/acc pl εὑρίσκοντα , εὑρίσκω find pres part act masc acc sg εὑρίσκοντι , εὑρίσκω find pres part act masc/neut dat sg εὑρίσκοντι , εὑρίσκω find pres ind act 3rd pl (doric) εὑρίσκοντο , εὑρίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обрѣтатисѧ — ОБРѢТА|ТИСѦ (171), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Быть находимым, обнаруживаться, отыскиваться: Тако же годѣ ѥсть о младеньциихъ елишьды не обрѣтаютьсѧ извѣстии послѹси си˫а вѣрьно крьщены гл҃юще быти. (μή εὑρίσκονται) ΚΕ XII, 140а; доилищи [в др. сп. доилици] … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μπάρκο — το 1. μπαρκάρισμα 2. χρηματικό ποσό για τη ναύλωση πλοίου 3. είδος τρικάταρτου ιστιοφόρου που έχει ιστία σταυρωτά, είναι ευέλικτο και ανήκει στη γενικότερη κατηγορία τού μυοδρόμωνα («και δύο τρεις μάλιστα ευρίσκοντο, το σήμερο, σε μπάρκα»,… … Dictionary of Greek